Οι προβλέψεις του ΔΝΤ
Με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ, τo δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα μειωθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες το 2029 σε σχέση με τα επίπεδα του 2023 και συγκεκριμένα θα «πέσει» στο 138,8% του ΑΕΠ από 168,8% το 2023. Αυτό αποτυπώνεται στην έκθεση του ΔΝΤ για την Ευρώπη (Taming Public Debt in Europe: Outlook, Challenges, and Policy Response). Την ίδια ώρα, η πρόβλεψη του Ταμείο για το δημόσιο χρέος της Ιταλίας είναι ότι θα βρεθεί στο 144,9% το 2029 από 137,3% το 2023. Η Γαλλία θα φτάσει το 115,2% από το 110,6%, το Βέλγιο στο 115,6% από 104,5%, ενώ η Ισπανία στο 104,2% από 107,5%. Εκτός των ευρωπαϊκών χωρών, το Ηνωμένο Βασίλειο αναμένεται να αγγίξει το 110,1% από 101,1%.
Η πρόβλεψη αυτή του ΔΝΤ βασίζεται στην εκτίμηση ότι η Ελλάδα θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% τόσο φέτος όσο και το 2029, το οποίο θα εξασφαλίσει την πτωτική τροχιά του χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της οικονομίας και τον πληθωρισμό.
Σε πίνακα της έκθεσης σημειώνεται ότι αν ο στόχος ήταν απλά να σταθεροποιηθεί το χρέος στο επίπεδο του 2029 και όχι να συνεχίσει να μειώνεται, αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί και με ένα μικρό πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 0,9% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, προκύπτει ότι η προβλεπόμενη μείωση του χρέους στην Ελλάδα για την περίοδο 2023-29 σε σχέση με την περίοδο 2013-19 είναι η μεγαλύτερη μεταξύ 26 αναπτυγμένων οικονομιών, κάτι που οφείλεται στην προαναφερθείσα απόφαση της τότε ελληνικής κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά κύριο λόγο, αλλά και το ΔΝΤ
.
Κίνδυνος στην ευρωζώνηΣύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, οι προοπτικές για το δημόσιο χρέος και τη χρηματοδότησή του είναι δύσκολες για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, μετά την αύξηση των ελλειμμάτων στην περίοδο της πανδημίας της ενεργειακής κρίσης και απαιτούν αποφασιστικές οικονομικές πολιτικές που ενισχύουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, διατηρώντας παράλληλα τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Η πιθανότητα να μη σταθεροποιηθεί το χρέος σε βάθος 5ετίας έχει αυξηθεί στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης αλλά και στις αναδυόμενες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως λόγω των υψηλότερων πρωτογενών ελλειμμάτων.
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, οι βασικοί κίνδυνοι είναι η ανεπαρκής προσαρμογή του πρωτογενούς ισοζυγίου για τη σταθεροποίηση του χρέους και η χαμηλότερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη.
Η διατηρήσιμη ανάπτυξη αναμένεται να είναι ο κύριος μοχλός για τη μείωση του χρέους στις περισσότερες χώρες, με τους κινδύνους να είναι καθοδικοί.
Χρηματοδοτικές ανάγκες
Επιπλέον, οι χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να παραμείνουν πάνω από τους προ της πανδημίας μέσους όρους λόγω των αυξημένων επιπέδων δημόσιου χρέους στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Αναφορικά με την ευρωζώνη, οι συνεχείς θετικές επιδράσεις στα spreads των κρατικών ομολόγων από τα προγράμματα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ επέτρεψαν στις κυβερνήσεις να διατηρήσουν μια στρατηγική έκδοσης τίτλων μακράς διάρκειας, αμβλύνοντας τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτικές πιέσεις.
Πάντως, οι κάτοχοι κρατικών ομολόγων θα απομακρυνθούν από τις κεντρικές τράπεζες και οι εγχώριοι και παγκόσμιοι παράγοντες της χρηματοπιστωτικής αγοράς θα αντανακλώνται περισσότερο στα ασφάλιστρα κινδύνου, αυξάνοντας πιθανότατα το κόστος επιτοκίου για τις πιο ευάλωτες χώρες.